- ακυροχάρτι
- το1. έγγραφο που ακυρώνεται από αρμόδια αρχή2. έγγραφο με το οποίο ακυρώνεται προηγούμενη πράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + χαρτί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek